τοναλίτης

τοναλίτης
ο, Ν
(πετρογρ.) βλ. τονάλιθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τονάλιθος — και τοναλίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία, ανδεσίνη, βιοτίνη και κεροστίλβη μαζί με μικρή πρόσμιξη ορθοκλάστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Tonalit < Tonale,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”